- ἐνοικίου
- ἐνοίκιοςin the housemasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
ενοικιακός — ἐνοικιακός και ἐνοικικός, ή, όν (Μ) [ενοίκιον] κατάλληλος για νοίκιασμα. επίρρ... ἐνοικικῶς με καταβολή ενοικίου, με νοίκι … Dictionary of Greek
μισθωτής — ο, θηλ. μισθώτρια (ΑΜ μισθωτής, Α θηλ. μισθώτρια) [μισθώνω] 1. αυτός που λαμβάνει, έναντι ενοικίου, το δικαίωμα χρήσης ενός πράγματος το οποίο ανήκει σε άλλον, ο ενοικιαστής 2. αυτός που νοικιάζει κάτι με εργολαβία αρχ. αυτός που εργολαβικώς… … Dictionary of Greek
μισθώσιμος — μισθώσιμος, ον (Α) [μίσθωσις] 1. αυτός ο οποίος μπορεί να μισθωθεί ή να καταβληθεί, να πληρωθεί 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μισθώσμα τα δημόσια κτήματα τα οποία παρέχονται αντί ενοικίου … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
υπερβόλιον — τὸ, Α [ὑπερβολή] 1. επί πλέον προσφορά 2. αύξηση ενοικίου … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Μάλτα — I Νησιωτικό κράτος της νότιας Ευρώπης στην κεντρική Μεσόγειο, περίπου 60 ναυτικά μίλια N της Σικελίας.Σημαντικό πολιτιστικό κέντρο κατά την αρχαιότητα και σε σημαντική γεωστρατηγική θέση, η Μ. υπέστη διαδοχικές κατοχές αλλά ταυτόχρονα ήρθε σε… … Dictionary of Greek